λειχήνα — η βλ. λειχήνας … Dictionary of Greek
λειχῆνα — λειχήν tree moss masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνιάζω — [λειχήνα] προσβάλλομαι από λειχήνες, βγάζω λειχήνες … Dictionary of Greek
αλειχήνα — η η λειχήνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεμ. + λειχήνα] … Dictionary of Greek
λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… … Dictionary of Greek
αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… … Dictionary of Greek
γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
δροφή — η λειχήνα, δερματική αρρώστια που προκαλεί τριχόπτωση … Dictionary of Greek
λειχήνη — λειχήνη, ἡ (ΑM) μσν. λειχήνα αρχ. είδος φυτού, ο μυρτάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λειχήν κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek